κονιώδη

κονιώδη
κονιώδης
ash-like
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
κονιώδης
ash-like
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
κονιώδης
ash-like
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εξάνθηση — Η αποβολή νερού από ορισμένους ένυδρους κρυστάλλους, όταν εκτεθούν στον αέρα, και ο σχηματισμός σκόνης πάνω στην επιφάνειά τους. Η ε. ενός ένυδρου κρυσταλλικού άλατος συντελείται, όταν στη συνηθισμένη θερμοκρασία η τάση των ατμών του νερού στον… …   Dictionary of Greek

  • μολυβδίτης — ο (ορυκτ.) ορυκτό οξείδιο τού μολυβδαινίου με ανοιχτό κίτρινο χρώμα και μεταξοειδή λάμψη το οποίο απαντά σε ινώδεις μάζες ή σε κονιώδη επανθήματα, αλλ. ώχρα μολυβδαινίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. molybdite (< μόλυβδος + ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • σήψη — η / σῆψις, ήψεως, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σᾱψις, Α [σήπομαι] αποσύνθεση ζωικής ή φυτικής οργανικής ουσίας, σάπισμα, σαπίλα νεοελλ. 1. (βοτ. ξυλ.) γενική ονομασία φυτονόσων που προκαλούνται από πάμπολλα είδη βακτηρίων και μυκήτων και που χαρακτηρίζονται… …   Dictionary of Greek

  • σκωρίαση — η, Ν [σκωριάζω] 1. σκούριασμα 2. βοτ. α) κοινή ονομασία τών μυκήτων τής τάξης ουρεδενώδη β) περιληπτική ονομασία τών ασθενειών που προκαλούνται στα φυτά από μύκητες τής τάξης ουρεδενώδη και οι οποίες εμφανίζονται ως κίτρινα, πορτοκαλιά, καστανά ή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”